- ομολογά
- ὁμολογά, ά (Α)(βοιωτ. τ.) βλ. ομολογία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁμόλογα — ὁμόλογος agreeing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομόλογος — η, ο (ΑΜ ὁμόλογος, ον) 1. αυτός που έχει τις ίδιες αναλογίες ή κοινά γνωρίσματα με κάποιον άλλον ή με κάτι άλλο, αντίστοιχος, ανάλογος, σύστοιχος, σύμμετρος («ομόλογα σχήματα» ή «ομόλογα σημεία» σχήματα ή σημεία τα οποία αντιστοιχούν το ένα προς… … Dictionary of Greek
γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… … Dictionary of Greek
καρυότυπος — Τυποποιημένη ταξινόμηση των χρωμοσωμάτων ενός κυττάρου, ανά ζεύγη –σε περίπτωση πολυπλοειδίας– και ανάλογα με το μέγεθος. Για παράδειγμα, τα ανθρώπινα κύτταρα είναι διπλοειδικά και περιέχουν 22 ζεύγη αυτοσωμικών χρωμοσωμάτων (τα οποία αριθμούνται … Dictionary of Greek
χρεώγραφο — και χρεόγραφο, το, Ν (νομ. οικον.) έγγραφη απόδειξη κυριότητας, που βεβαιώνει το δικαίωμα κτήσεως περιουσίας η οποία, προς το παρόν, δεν βρίσκεται στην κατοχή τού κομιστή, απόδειξη τής οποίας οι πιο κοινές μορφές είναι οι μετοχές και τα ομόλογα ή … Dictionary of Greek
πλαστική χειρουργική — Κλάδος της χειρουργικής, που ασχολείται με την αισθητική και λειτουργική αποκατάσταση συγγενών ή επίκτητων ανωμαλιών ή βλαβών της μορφής του σώματος. Οι αρχές της π.χ. βρίσκονται στην αρχαιότητα. Επεμβάσεις αυτού του είδους έχει αποδειχτεί ότι… … Dictionary of Greek
υδρογονάνθρακες — Οργανικές ενώσεις που αποτελούνται μόνο από άτομα άνθρακα και υδρογόνου. Ανάλογα με τον τύπο δομής, οι ενώσεις αυτές υποδιαιρούνται σε τρεις μεγάλες ομάδες: αλειφατικούς, αλεικυκλικούς και αρωματικούς υ. Οι αλειφατικοί υ. αποτελούνται από άτομα… … Dictionary of Greek
αλδεϋδορητίνες — οι Χημ. άμορφα κιτρινόφαια σώματα, που σχηματίζονται κατά την επίδραση πυκνών καυστικών αλκαλίων στην ακεταλδεΰδη και τα ομόλογά της. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. aldehyde resin < aldehyde «αλδεΰδη» (πρβλ. αλδεΰδες) +… … Dictionary of Greek
αλληλόμορφα — ή άλληλα ή αλληλικά, τα (εννοείται γονίδια) (Βιολ.) εναλλασσόμενες μορφές τών γονιδίων, που κατέχουν την ίδια θέση (genelocus) στα ομόλογα χρωματοσώματα, δηλ. στα κυτταρικά οργανίδια που είναι φορείς τού κληρονομικού υλικού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές… … Dictionary of Greek
ελαιοαέριο — Καύσιμο αέριο που λαμβάνεται με πυρόλυση του πετρελαίου στους 700° 900°C (σε ατμοσφαιρική πίεση). Αποτελείται κυρίως από μεθάνιο, αιθυλένιο, ακετυλένιο, βενζόλιο και άλλα ανώτερα ομόλογα και έχει μεγάλη θερμαντική και φωτιστική δύναμη (9.000… … Dictionary of Greek